- προγραφή
- η1. πράξη και αποτέλεσμα του προγράφω.2. δίωξη, καταδίκη πολιτικών αντιπάλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προγραφή — public notice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… … Dictionary of Greek
προγραφῇ — προγράφω write before aor subj pass 3rd sg προγραφή public notice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφαῖς — προγραφή public notice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφαί — προγραφή public notice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφῆς — προγραφή public notice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφήν — προγραφή public notice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφῶν — προγραφή public notice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράφιον — τὸ, Α [προγραφή] 1. υποκορ. τού προγραφή 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η προγραφή … Dictionary of Greek
ταμίευση — η / ταμίευσις, εύσεως, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. αποταμίευση αρχ. 1. οικονομική διαχείριση, επιστασία 2. προγραφή, δήμευση … Dictionary of Greek